απειρότοκος

απειρότοκος
ἀπειρότοκος, -ον (AM)
(μόνο στο θηλ.) αυτή που δεν έχει γεννήσει, η παρθένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπειρότοκον — ἀπειρότοκος not having brought forth masc/fem acc sg ἀπειρότοκος not having brought forth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροτόκου — ἀπειρότοκος not having brought forth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπειρο- — (I) [ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι). Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και σημαίνει αυτόν που δεν έχει πείρα, δεν γνωρίζει, έχει άγνοια ως προς ό,τι δηλώνει το β συνθετικό της λέξης πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”